- χάρη
- η1. καθετί που προξενεί χαρά, αξιαγάπητη ιδιότητα προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά απλή και ωραία.2. προσόν, αρετή, κάθε καλή ιδιότητα: Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλές χάρες.3. ευγνωμοσύνη για καλό που μας έκανε κάποιος: Του χρωστώ μεγάλη χάρη για το καλό που μου 'κανε.4. ευμένεια, ευεργεσία, εξυπηρέτηση.5. μετριασμός ποινής που επιβλήθηκε ή απαλλαγή απ΄ αυτή: Ελπίζει πως θα του δοθεί χάρη.6. φρ., «Για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα», εκείνοι που απολαμβάνουν τα αγαθά που προορίζονται για άλλους.7. «Η Χάρη της», η Παναγία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.